Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας πολύ θρήσκος άνθρωπος και είχε πάει με τη βάρκα του βαθιά στη θάλασσα. Κάποια στιγμή όμως, η βάρκα τρύπισε και άρχισε να βουλιάζει. Ο βαρκάρης ήταν άνετος όμως παρόλο που βρισκόταν στη μέση της θαλάσσης και η βάρκα βούλιαζε.
Τελικά, αφού βούλιαξε η βάρκα ο καημένος άνθρωπος προσπαθούσε να κολυμπήσει έτσι ώστε να μείνει στην επιφάνεια. Κάποια στιγμή λοιπόν ενώ αυτός πάλευε με τα κύμματα, περνάει ένα πλοίο. Τον βλέπει λοιπόν το πλοίο και του φωνάζει ο πλοίαρχος...
"Θα σου ρίξουμε το σκοινί να ανέβεις πάνω!"
Ο βαρκάρης αρνείται όμως κάθε βοήθεια λέγοντας:
"Δεν σας χρειάζομαι! Θα με σώσει ο Θεός!!!"
Το πλοίο φεύγει...
Μετά από λίγα λεπτά έρχεται ένα δεύτερο πλοίο και του φωνάζει ο πλοίαρχος του βαρκάρη:
"Θα σου ρίξουμε ένα σωσίβιο και μετά θα ανέβεις στο πλοίο!"
Ο βαρκάρης όμως...
"Δεν σας έχω ανάγκη! Θα με σώσει ο Θεός!"
Φεύγει λοιπόν και αυτό το πλοίο και τελικά έρχεται άλλο ένα πλοίο. Και του φωνάζει ο πλοίαρχος:
"Θα σου ρίξω ένα σκοινί να πιαστείς να ανέβεις στο πλοίο!"
Και ο βαρκάρης...
"Όχι! Θα με σώσει ο Θεός! Δεν σας χρειάζομαι!"
Τελικά φεύγει και η βάρκα και ο καημένος ο άνθρωπος πνίγηκε. Όταν λοιπόν πάει στο παράδεισο και συναντάει τον Θεό Του λέει:
"Γιατί δεν με έσωσες Θεούλη μου; Εγώ ήμουν σίγουρος ότι θα με σώσεις και δεν με έσωσες!!!"
Και του απαντάει ο Θεός:
"Τόσα πλοία σου έστειλα ρε ηλίθιε, δεν μπορούσες να ανεβείς σε ένα;"